Αν δεχτούμε ότι μια καλή και αμοιβαία ικανοποιητική σχέση γονέα-παιδιού αποτελεί τη βάση της κατοπινής ψυχικής υγείας, οποιαδήποτε παρέμβαση στην πρώιμη δυάδα γονέα-
βρέφους είναι το πιο σημαντικό προληπτικό μέτρο που μπορούμε να πάρουμε για τη μελλοντική ευημερία του παιδιού. ''Το παιδί του σήμερα είναι ο πατέρας του αυριανού ενήλικα''.
Οι παρατηρήσεις μας δείχνουν ότι για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το πώς δημιουργήθηκαν τα όποια προβλήματα στο παιδί, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα ψυχοπιεστικά γεγονότα που συνέβησαν στις οικογένειες των γονιών του αλλά και στους ίδιους τους γονείς του.
Έχει επίσης παρατηρηθεί πως σε ορισμένες οικογένειες κάποιοι γονείς έχουν ανάγκη να δημιουργούν ξανά και ξανά, συνεχώς, τα προβλήματα που ο καθένας βίωσε και αντιμετώπισε όταν ήταν παιδί, ενώ κάποιοι άλλοι γονείς αρνούνται ή διαγράφουν τις σημαντικές προηγούμενες εμπειρίες τους. Άλλες φορές πάλι μερικοί γονείς οι οποίοι προσπαθούν να αντισταθμίσουν τα δικά τους προηγούμενα τραύματα ή αποστερήσεις με τον τρόπο που φέρονται στα δικά τους παιδιά και με τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουν.
Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να διερευνηθούν οι τρόποι συναλλαγής της οικογένειας υπό το πρίσμα των προηγούμενων γεγονότων της οικογενειακής ιστορίας τα οποία φαίνεται να αποτελούν εστία δυσαρμονίας στην ομαλή πορεία της οικογένειας.
Συνεπώς σ'ένα πρόβλημα που εκδηλώνεται στο παιδί καταρχήν οι γονείς είναι αυτοί που θα πρέπει να προβαίνουν στον ειδικό ώστε να αποσαφηνιστεί το κατά πόσο και κατά ποιόν τρόπο τα δικά τους συναισθήματα, η δική τους συμπεριφορά και ο δικός τους τρόπος του σχετίζεσθαι ακόμα και οι φαντασιώσεις τους δημιουργεί, συντηρεί ή ''ενθαρρύνει'' το πρόβλημα. Εν συνεχεία θα μπορούσε ενδεχομένως να συνδεθούν όλα αυτά με τα παιδικά χρόνια των γονιών, το τότε οικογενειακό τους περιβάλλον και τις σχέσεις με τους δικούς τους γονείς.
Καθοριστικό ρόλο για τη ομαλή λειτουργία των γονιών έχει η εικόνα που είχαν αυτοί οι γονείς για τους δικούς τους γονείς καθώς και η εικόνα που έχουν οι γονείς αυτοί για τον εαυτό τους.
Για παράδειγμα μια μητέρα που έχει βιώσει δυσάρεστες οικογενειακές ή τραυματικές εμπειρίες με τους δικούς της γονείς στα παιδικά της χρόνια οπωσδήποτε θα επηρεάσουν τη δυνατότητα της μητέρας να παράσχει το κατάλληλο πλαίσιο φροντίδας και αγάπης. Αν μία άλλη μητέρα υποτιμά τον εαυτό της και νιώθει ότι δεν έχει η ίδια την ικανότητα να γίνει μητέρα, θα έχει δυσκολίες στο να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού.
Μία άλλη λειτουργία των γονιών αποτελεί η δυνατότητα αλλά και η ικανότητά τους να κατανοούν και να συναισθάνονται τις αναπτυξιακές ανάγκες και κρίσεις του παιδιού τους κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του.
Αυτό προυποθέτει ότι οι γονείς έχουν επιλύσει τις δικές τους ψυχοσυγκρούσεις που παραπέμπουν στις αντίστοιχες περιόδους εξέλιξής τους.
Χρειάζεται, δηλαδή, να σεβαστούμε την ατομικότητα και ιδιατερότητα κάθε παιδιού ή, όπως πρόσφατα διατυπώθηκε :''το δικαίωμά του να'ναι διαφορετικό''. Δεν είναι δυνατό να συμπεριφερθεί κανείς σε δύο παιδιά στην ίδια οικογένεια με τον ίδιο τρόπο, εάν ο στόχος είναι να ανταποκριθεί κανείς στην ανάγκη του κάθε παιδιού να είναι διαφορετικό από το άλλο. Αυτό οφείλεται στο ότι τα διάφορα μέλη της οικογένειας συναλλάσονται με διαφορετικό τρόπο μεταξύ τους, αναφορικά με την ηλικία, το φύλο, την ηλικία του παιδιού, τη σειρά του παιδιού στην οικογένεια κτλ.
Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει να διαμορφώνεται η πολιτική συνείδηση του παιδιού ή του εφήβου εξαρτάται και από το αν οι άλλοι σέβονται ή όχι την ατομικότητα και την ιδιαιτερότητά του.
Συμβάλλοντας οι γονείς στην συγκρότηση της προσωπικότητας του παιδιού τους, τους δίνουν τα εφόδια ώστε να δημιουργούν καλές διαπροσωπικές σχέσεις, να αισθάνονται αγάπη και υπευθυνότητα, να ελέγχουν τις ενστικτώδεις ενορμήσεις τους, να μπορούν να εργάζονται και να προσφέρουν, να μπορούν να ανήκουν κάπου αλλά ταυτόχρονα να είναι αυτόνομοι και ανεξάρτητοι, να κάνουν ικανοποιητικές ετεροφυλικές σχέσεις και το σημαντικότερο, τέλος, να μπορούν να γίνουν σύντροφοι και γονείς.